- αιζήιος
- αἰζήιος, ο (Α)εκτεταμένος τύπος τού αιζηός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰζήιος — αἰζήϊος , αἰζήιος masc nom sg αἰζήϊος , αἰζηός in full bodily strength masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)